πρωτόλουβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoˈto.lu.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐τό‐λου‐βος
Επίθετο
επεξεργασίαπρωτόλουβος, -η, -ο
- που εμφανίζεται πρώτος
- (για καρπούς) πρώιμος, που ωρίμασε πρώτος
- ※ Καλώς μάς ήλθες, άκακο πουλί χαριτωμένο
καλώς μάς ήλθες, του Μαρτιού πρωτόλουβο λουλούδι!- Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Η πρωτομαρτιά ή Το χελιδόνι» [ποιήματα 1872-1878] @greek-language.gr
- ≈ συνώνυμα: πρωτοφανήσιμος, προφαντός
- ※ Καλώς μάς ήλθες, άκακο πουλί χαριτωμένο
- (για ανθρώπους) νεαρός, έφηβος, πρωτόβγαλτος
- ※ Σ' εμένα ο Μήτρος μια βολά, σ' εμένα ο υιός του Νότη. Το γιαταγάνι ετρόχησε, πρωτόλουβος λεβέντης, Κ ' ερρίχτηκε στον πόλεμο ψηλά ανεμίζοντάς το. Και νικητής σαν έγυρε σ' εμένα πάλιν ήρθε (Κωνσταντίνος Δ. Κρυστάλλης, Έργα: ποιήματα και πεζά, 1912, σελ. 100)
- ※ Όλες οι αίσθησες, οι πέντε γνώριμες στον πρωτόλουβο άνθρωπο κι οι νιες, που τώρα φανερώνονται με το ξετύλιμα του είδους, όλες έχασκαν ν’ αποθηκέψουν στην ψυχή κάθε φανερό και κρυφό, για να κάμουν την αμβροσία της (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Παλιές Αγάπες, Η Σμυρνιά, 1894)
- (για καρπούς) πρώιμος, που ωρίμασε πρώτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτόλουβος
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .