πρωτόβγαλτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωτόβγαλτος < (πρωτοβγάζω) πρωτοβγαλ- + -τος. Πρόθημα πρωτό-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoɾˈto.vɣal.tos/
Επίθετο
επεξεργασίαπρωτόβγαλτος, -η, -ο
- που βγαίνει, εμφανίζεται για πρώτη φορά χωρίς να έχει προηγούμενη πείρα
- ≈ συνώνυμα: πρωτοεμφανιζόμενος, μεταφορικά: άπειρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτόβγαλτος
|