Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρωτοεμφανιζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πρωτοεμφανιζόμεν
ος
η
πρωτοεμφανιζόμεν
η
το
πρωτοεμφανιζόμεν
ο
γενική
του
πρωτοεμφανιζόμεν
ου
της
πρωτοεμφανιζόμεν
ης
του
πρωτοεμφανιζόμεν
ου
αιτιατική
τον
πρωτοεμφανιζόμεν
ο
την
πρωτοεμφανιζόμεν
η
το
πρωτοεμφανιζόμεν
ο
κλητική
πρωτοεμφανιζόμεν
ε
πρωτοεμφανιζόμεν
η
πρωτοεμφανιζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πρωτοεμφανιζόμεν
οι
οι
πρωτοεμφανιζόμεν
ες
τα
πρωτοεμφανιζόμεν
α
γενική
των
πρωτοεμφανιζόμεν
ων
των
πρωτοεμφανιζόμεν
ων
των
πρωτοεμφανιζόμεν
ων
αιτιατική
τους
πρωτοεμφανιζόμεν
ους
τις
πρωτοεμφανιζόμεν
ες
τα
πρωτοεμφανιζόμεν
α
κλητική
πρωτοεμφανιζόμεν
οι
πρωτοεμφανιζόμεν
ες
πρωτοεμφανιζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρωτοεμφανιζόμενος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πρωτοεμφανίζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
πρωτοεμφανιζόμενος
, -
η
, -
ο
(
συνήθως για νέο
ηθοποιό
ή καλλιτέχνη
) που κάνει την
πρώτη
του
εμφάνιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωτοεμφανιζόμενος
αγγλικά
:
debutant
(en)
,
debutante
(en)