↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοεμφανιζόμενος η πρωτοεμφανιζόμενη το πρωτοεμφανιζόμενο
      γενική του πρωτοεμφανιζόμενου της πρωτοεμφανιζόμενης του πρωτοεμφανιζόμενου
    αιτιατική τον πρωτοεμφανιζόμενο την πρωτοεμφανιζόμενη το πρωτοεμφανιζόμενο
     κλητική πρωτοεμφανιζόμενε πρωτοεμφανιζόμενη πρωτοεμφανιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοεμφανιζόμενοι οι πρωτοεμφανιζόμενες τα πρωτοεμφανιζόμενα
      γενική των πρωτοεμφανιζόμενων των πρωτοεμφανιζόμενων των πρωτοεμφανιζόμενων
    αιτιατική τους πρωτοεμφανιζόμενους τις πρωτοεμφανιζόμενες τα πρωτοεμφανιζόμενα
     κλητική πρωτοεμφανιζόμενοι πρωτοεμφανιζόμενες πρωτοεμφανιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοεμφανιζόμενος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πρωτοεμφανίζομαι

πρωτοεμφανιζόμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία