Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προλεγόμενος η προλεγόμενη το προλεγόμενο
      γενική του προλεγόμενου της προλεγόμενης του προλεγόμενου
    αιτιατική τον προλεγόμενο την προλεγόμενη το προλεγόμενο
     κλητική προλεγόμενε προλεγόμενη προλεγόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προλεγόμενοι οι προλεγόμενες τα προλεγόμενα
      γενική των προλεγόμενων των προλεγόμενων των προλεγόμενων
    αιτιατική τους προλεγόμενους τις προλεγόμενες τα προλεγόμενα
     κλητική προλεγόμενοι προλεγόμενες προλεγόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προλεγόμενος < αρχαία ελληνική προλεγόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προλέγω < πρό + λέγω

  Μετοχή επεξεργασία

προλεγόμενος

  1. που προλέγεται
  2. (ουσιαστικοποιημένο) προλεγόμενα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία