κοσκινίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακοσκινίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κοσκινίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοσκινίζομαι | κοσκινιζόμουν(α) | θα κοσκινίζομαι | να κοσκινίζομαι | ||
β' ενικ. | κοσκινίζεσαι | κοσκινιζόσουν(α) | θα κοσκινίζεσαι | να κοσκινίζεσαι | (κοσκινίζου) | |
γ' ενικ. | κοσκινίζεται | κοσκινιζόταν(ε) | θα κοσκινίζεται | να κοσκινίζεται | ||
α' πληθ. | κοσκινιζόμαστε | κοσκινιζόμαστε κοσκινιζόμασταν |
θα κοσκινιζόμαστε | να κοσκινιζόμαστε | ||
β' πληθ. | κοσκινίζεστε | κοσκινιζόσαστε κοσκινιζόσασταν |
θα κοσκινίζεστε | να κοσκινίζεστε | (κοσκινίζεστε) | |
γ' πληθ. | κοσκινίζονται | κοσκινίζονταν κοσκινιζόντουσαν |
θα κοσκινίζονται | να κοσκινίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοσκινίστηκα | θα κοσκινιστώ | να κοσκινιστώ | κοσκινιστεί | ||
β' ενικ. | κοσκινίστηκες | θα κοσκινιστείς | να κοσκινιστείς | κοσκινίσου | ||
γ' ενικ. | κοσκινίστηκε | θα κοσκινιστεί | να κοσκινιστεί | |||
α' πληθ. | κοσκινιστήκαμε | θα κοσκινιστούμε | να κοσκινιστούμε | |||
β' πληθ. | κοσκινιστήκατε | θα κοσκινιστείτε | να κοσκινιστείτε | κοσκινιστείτε | ||
γ' πληθ. | κοσκινίστηκαν κοσκινιστήκαν(ε) |
θα κοσκινιστούν(ε) | να κοσκινιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κοσκινιστεί | είχα κοσκινιστεί | θα έχω κοσκινιστεί | να έχω κοσκινιστεί | κοσκινισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κοσκινιστεί | είχες κοσκινιστεί | θα έχεις κοσκινιστεί | να έχεις κοσκινιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κοσκινιστεί | είχε κοσκινιστεί | θα έχει κοσκινιστεί | να έχει κοσκινιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κοσκινιστεί | είχαμε κοσκινιστεί | θα έχουμε κοσκινιστεί | να έχουμε κοσκινιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κοσκινιστεί | είχατε κοσκινιστεί | θα έχετε κοσκινιστεί | να έχετε κοσκινιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κοσκινιστεί | είχαν κοσκινιστεί | θα έχουν κοσκινιστεί | να έχουν κοσκινιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοσκινίζομαι
|