κρησάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρησάρα | οι | κρησάρες |
γενική | της | κρησάρας | — | |
αιτιατική | την | κρησάρα | τις | κρησάρες |
κλητική | κρησάρα | κρησάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρησάρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρησέρα [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾiˈsa.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρη‐σά‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρησάρα θηλυκό
- κόσκινο για το αλεύρι
- (μεταφορικά) οποιαδήποτε διαδικασία επιλογής ή διαλογής ή αξιολόγησης, εξονυχιστικός έλεγχος
- ※ Από την «κρησάρα» του υπουργείου οι αγροτικές επιδοτήσεις από το 1994 (enet.gr)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κλησάρα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρησάρα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κρησάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- και για τα συγγενικά, δείτε - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .