Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευροκόσκινο τα αλευροκόσκινα
      γενική του αλευροκόσκινου των αλευροκόσκινων
    αιτιατική το αλευροκόσκινο τα αλευροκόσκινα
     κλητική αλευροκόσκινο αλευροκόσκινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευροκόσκινο < αλεύρι + κόσκινο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευροκόσκινο θηλυκό

  1. ειδικό εργαλείο κουζίνας για κοσκίνισμα αλεύρων. παλαιότερα αποτελούταν από πλατιά ξύλινη στεφάνη. το ένα χείλος της οποίας καλυπτόταν με τούλι, ενώ το σύγχρονο αλευροκόσκινο είναι ανοξείδωτο άλλο σε σχήμα ποτηριού, στο χερούλι του οποίου φέρεται σκανδάλη που με κάθε πάτημά της περιστρέφεται πάνω από τον ψιλοδιάτρητο πάτο του τριπλή λεπίδα. και άλλο σε σχήμα κυλινδρικής ανοξείδωτης θήκης από το πώμα της οποίας περιστρέφεται παρόμοιος μηχανισμός, αποφεύγοντας έτσι κάθε παλαιότερη λάτρα.
  2. παλινδρομική μηχανή με δυνατότητα κοσκινίσματος αλεύρων

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία