rete
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαrete (eo)
- μέσω του διαδικτύου
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rete < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(e)r-ĕ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrete (la) ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rete | retia |
γενική | retis | retium |
δοτική | retī | retibus |
αιτιατική | rete | retia |
κλητική | rete | retia |
αφαιρετική | reti | retibus |