διχτάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διχτάκι | τα | διχτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | διχτάκι | τα | διχτάκια |
κλητική | διχτάκι | διχτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διχτάκι < δίχτ(υ) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
διχτάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του δίχτυ
- (ειδικότερα) μικρή δικτυωτή τσάντα για τα ψώνια
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε δίχτυ