Netz
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Netz (de) ουδέτερο
Ουσιαστικό επεξεργασία
Netz (de) ουδέτερο
- το δίκτυο (ηλεκτροδότησης, υπολογιστών κτλ)
- ≈ συνώνυμα: (πληροφορική) Netzwerk
- (αλιεία) το δίχτυ ψαρέματος
- ο ιστός της αράχνης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Netz αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Netz < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Netz αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]