φιλέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική filet[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλέ άκλιτο ουδέτερο
- (αθλητισμός) το δίχτυ που χρησιμοποιείται σαν διαχωριστικό σε διάφορα αθλήματα, όπως στο τένις και στο βόλεϊ
- (αθλητισμός) το δίχτυ που υπάρχει στο καλάθι της μπασκέτας στο μπάσκετ
- εξάρτημα ένδυσης, σαν δίχτυ, που το χρησιμοποιούμε για να συγκρατούμε τα μαλλιά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φιλέ (μαλλιών)
- ↑ φιλέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας