Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετοσφαίριση οι πετοσφαιρίσεις
      γενική της πετοσφαίρισης των πετοσφαιρίσεων
    αιτιατική την πετοσφαίριση τις πετοσφαιρίσεις
     κλητική πετοσφαίριση πετοσφαιρίσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετοσφαίριση < καθαρεύουσα πετοσφαίρισις < πετόσφαιρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.toˈsfe.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐το‐σφαί‐ρι‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πετοσφαίριση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία