Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πετόσφαιρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πετόσφαιρ
α
οι
πετόσφαιρ
ες
γενική
της
πετόσφαιρ
ας
των
πετοσφαιρ
ών
αιτιατική
την
πετόσφαιρ
α
τις
πετόσφαιρ
ες
κλητική
πετόσφαιρ
α
πετόσφαιρ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πετόσφαιρα
<
πετ(ώ)
+
-ό-
+
σφαίρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πετόσφαιρα
θηλυκό
(
παρωχημένο
)
άλλη μορφή
του
πετοσφαίριση
, το
βόλεϊ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πετόσφαιρα
→
δείτε
τη λέξη
βόλεϊ