βάρδια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάρδια | οι | βάρδιες |
γενική | της | βάρδιας | των | βαρδιών |
αιτιατική | τη | βάρδια | τις | βάρδιες |
κλητική | βάρδια | βάρδιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βάρδια < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική βάρδια[1] ή άμεσο δάνειο από τη βενετική vardia[2] < απώτατης αρχής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wer- (προσέχω) → δείτε τη μεσαιωνική βάρδια.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvaɾ.ði.a/ και σπάνιο, με συνίζηση: /ˈvaɾ.ði̯a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βάρ‐δι‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
βάρδια θηλυκό
- η εργασία που γίνεται με εναλλαγή προσωπικού σε τακτά χρονικά διαστήματα (κυρίως εργοστάσια, νοσοκομεία, ναυτικό, στρατό, κ.α.)
- ※ Επιπλέον θα μελετηθεί πιθανή αύξηση των βαρδιών για τη λειτουργία του εργοστασίου της Θεσσαλονίκης και τα Σαββατοκύριακα. (* εφημερίδα Το Βήμα)
- το πρόσωπο (ή πρόσωπα) που ασχολούνται με τη φύλαξη χώρων, ο φύλακας, ο φρουρός
Εκφράσεις επεξεργασία
- σκάντζα βάρδια: αλλαγή βάρδιας
Συγγενικά επεξεργασία
- βαρδιάνος
- βαρδιάτορας, βαρδιατόρος
- βαρδιόλα
- → δείτε και λέξεις που σχετίζονται με το βάρδα (ναυτικός όρος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
βάρδια
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ βάρδια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βάρδια < (άμεσο δάνειο) βενετική vardia[1] < παλαιά άνω γερμανική warta (φρουρά, βάρδια) < πρωτογερμανική *warþō < *warōną (επιβλέπω, προσέχω)[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wer- (προσέχω). Συγγενή:[3] γερμανική Warte, αγγλική ward.
Ουσιαστικό επεξεργασία
βάρδια θηλυκό
- φρουρά
- (συνεκδοχικά) μέλος της φρουράς, ο φρουρός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- γουάρδια (από τα ιταλικά)
Εκφράσεις επεξεργασία
- κάνω βάρδια (είμαι φρουρός)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βάρδια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Reconstruction:Proto-Germanic/warōną στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- βάρδια - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].