Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shift shifts

shift (en)

  1. η βάρδια, ένα χρονικό διάστημα που εργάζεται μια ομάδα εργαζομένων
    ⮡  an eight-hour shift - οχτάωρη βάρδια
    ⮡  We work in shifts.
    Δουλεύουμε με βάρδιες.
  2. η βάρδια, οι εργαζόμενοι που εργάζονται σε μια συγκεκριμένη βάρδια
    ⮡  the night shift - η νυχτερινή βάρδια
  3. η ελαφρά αλλαγή
  4. η μετάπτωση ανέμου, διάθεσης κλπ.
  5. ο μηχανισμός αλλαγής ταχυτήτων στο αυτοκίνητο
  6. πλήκτρο στο πληκτρολόγιο γραφομηχανών και υπολογιστών για την εναλλαγή πεζών - κεφαλαίων
  7. (γεωλογία) η μετάπτωση
ενεστώτας shift
γ΄ ενικό ενεστώτα shifts
αόριστος shifted
παθητική μετοχή shifted
ενεργητική μετοχή shifting

shift (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μετακινώ, αλλάζω, γυρίζω, κινούμαι, ή κινώ κάτι, από μια θέση ή μέρος σε μια άλλη
    ⮡  The ship’s cargo shifted.
    Το φορτίο του πλοίου μετακινήθηκε.
    ⮡  The wind shifted to the north.
    Ο αέρας άλλαξε/γύρισε σε βοριά.
  2. (αμετάβατο) αλλάζω, γυρίζω, για μια κατάσταση, μια γνώμη, μια πολιτική κτλ., αλλάζω από μια θέση κτλ. σε μια άλλη
    ⮡  He completely shifted his policy/ideas.
    Άλλαξε εντελώς πολιτική/ιδέες.
    ⮡  Suddenly the conversation shifted to politics.
    Ξαφνικά η κουβέντα γύρισε στα πολιτικά.
  3. (μεταβατικό) μεταθέτω την ευθύνη κτλ., κάνω κάποιον άλλο υπεύθυνο για κάτι που πρέπει να κάνω ή για κάτι κακό που έχω κάνει
    ⮡  He tried to shift the responsibility/the blame on to me.
    Προσπάθησε να μεταθέσει την ευθύνη/το φταίξιμο σε μένα.
  4. (αμετάβατο, αμερικανική σημασία) περνάω, βάζω, αλλάζω ταχύτητες στο αυτοκίνητο
    ⮡  He shifted into fifth.
    Πέρασε την πέμπτη.
    ⮡  I shift into first/second.
    Βάζω πρώτη/δεύτερη.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη move