watch
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
watch | watches |
watch (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | watch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | watches |
αόριστος | watched |
παθητική μετοχή | watched |
ενεργητική μετοχή | watching |
watch (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παρακολουθώ, βλέπω
- ⮡ I am watching TV.
- Παρακολουθώ τηλεόραση.
- ⮡ I watched him to see what he would do.
- Τον παρακολούθησα να δω τι θα κάνει.
- ⮡ I watched him climbing the wall.
- Τον παρακολούθησα που σκαρφάλωνε τον τοίχο.
- ⮡ Thank you for watching!
- Ευχαριστούμε που μας παρακολουθήσατε!
- ⮡ I am watching TV.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) προσέχω
- ⮡ Watch your head!
- Πρόσεξε το κεφάλι σου!
- ⮡ Watch your head!