Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
watch watches

watch (en)

  1. το ρολόι χειρός ή τσέπης
    wrist watch (ρολόι χειρός), pocket watch (ρολόι χειρός)
    → δείτε και τη λέξη clock
  2. ο σκοπός
  3. η σκοπιά
  4. η βάρδια
ενεστώτας watch
γ΄ ενικό ενεστώτα watches
αόριστος watched
παθητική μετοχή watched
ενεργητική μετοχή watching

watch (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παρακολουθώ, βλέπω
    ⮡  I am watching TV.
    Παρακολουθώ τηλεόραση.
    ⮡  I watched him to see what he would do.
    Τον παρακολούθησα να δω τι θα κάνει.
    ⮡  I watched him climbing the wall.
    Τον παρακολούθησα που σκαρφάλωνε τον τοίχο.
    ⮡  Thank you for watching!
    Ευχαριστούμε που μας παρακολουθήσατε!
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο) προσέχω
    ⮡  Watch your head!
    Πρόσεξε το κεφάλι σου!

Παράγωγα

επεξεργασία