watching
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
watching | watchings |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwatching (en)
- η παρακολούθηση, η παρατήρηση
- ⮡ the watching of TV by the children - η παρακολούθηση της τηλεόρασης από τα παιδιά
- ⮡ What is the best season for whale watching?
- Ποια είναι η καλύτερη εποχή για παρατήρηση φαλαινών;
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαwatching (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 657. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρακολούθηση