ενεστώτας watch over
γ΄ ενικό ενεστώτα watches over
αόριστος watched over
παθητική μετοχή watched over
ενεργητική μετοχή watching over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
watch over < → δείτε τις λέξεις watch και over

watch over (en)

  • (επίσημο) επιτηρώ, φροντίζω κάποιον ή κάτι· φυλάω κάποιον ή κάτι
    ⮡  They agreed to watch over the entrance alternately, one for two hours, and the other for another two.
    Συμφώνησαν να επιτηρούν την είσοδο εναλλάξ, δύο ώρες ο ένας, δύο ο άλλος.
    ⮡  Who’s watching over the baby now?
    Ποιος φροντίζει τώρα το μωρό;
    ⮡  They watched over the prisoners.
    Φύλαξαν τους κρατούμενους.