Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας watch over
γ΄ ενικό ενεστώτα watches over
αόριστος watched over
παθητική μετοχή watched over
ενεργητική μετοχή watching over

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις watch και over

  Ρήμα επεξεργασία

watch over (en)

  • επιτηρώ
    he watched over the publication of his book - επιτήρησε τη δημοσίευση του βιβλίου του