ενικός         πληθυντικός  
clock clocks

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

clock (en)

  1. ρολόι (που δεν φοριέται, αλλά είτε βρίσκεται εξωτερικά σε κτίρια, είτε είναι επιτραπέζιο, επιδαπέδιο ή επιτοίχιο)
    → δείτε και τη λέξη watch
  2. το κοντέρ που γράφει τα χιλιόμετρα που έχει διανύσει ένα όχημα

Συγγενικά

επεξεργασία