clock
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
clock | clocks |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαclock (en)
- ρολόι (που δεν φοριέται, αλλά είτε βρίσκεται εξωτερικά σε κτίρια, είτε είναι επιτραπέζιο, επιδαπέδιο ή επιτοίχιο)
- → δείτε και τη λέξη watch
- το κοντέρ που γράφει τα χιλιόμετρα που έχει διανύσει ένα όχημα
Συγγενικά
επεξεργασία- (πληροφορική) overclock