κοντέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοντέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική compteur < compter (μετρώ) + -eur < λατινική computare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος computo < con- + puto
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοντέρ ουδέτερο άκλιτο
- ο μετρητής (π.χ. ο χιλιομετρικός μετρητής ενός αυτοκινήτου)