↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταχόμετρο τα ταχόμετρα
      γενική του ταχόμετρου
ταχομέτρου
των ταχόμετρων
ταχομέτρων
    αιτιατική το ταχόμετρο τα ταχόμετρα
     κλητική ταχόμετρο ταχόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ταχόμετρο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταχόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική tachymètre ή αγγλική tachymeter < αρχαία ελληνική ταχύς + μέτρον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.ˈço.me.tro/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐χό‐με‐τρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταχόμετρο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία