Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαρδιάτορας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βαρδιάτορ
ας
οι
βαρδιάτορ
ες
γενική
του
βαρδιάτορ
α
των
βαρδιατόρ
ων
αιτιατική
τον
βαρδιάτορ
α
τους
βαρδιάτορ
ες
κλητική
βαρδιάτορ
α
βαρδιάτορ
ες
Κατηγορία
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαρδιάτορας
<
βάρδι(α)
+
-άτορας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαρδιάτορας
αρσενικό
(
σπάνιο
)
φρουρός
,
σκοπός
Συνώνυμα
επεξεργασία
βαρδιάνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαρδιάτορας
→
δείτε
τη λέξη
φρουρός