Δείτε επίσης: Βάρδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάρδα < (άμεσο δάνειο) βενετική varda < vardar, συγγενές με την ιταλική guardare

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvaɾ.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάρ‐δα

  Επιφώνημα επεξεργασία

βάρδα

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία