Δείτε επίσης: βάρδα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βάρδα < γενική ενικού του αρσενικού Βάρδ(ας) +

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βάρδα θηλυκό

Μεταγραφές

επεξεργασία