Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταγμένος η ταγμένη το ταγμένο
      γενική του ταγμένου της ταγμένης του ταγμένου
    αιτιατική τον ταγμένο την ταγμένη το ταγμένο
     κλητική ταγμένε ταγμένη ταγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταγμένοι οι ταγμένες τα ταγμένα
      γενική των ταγμένων των ταγμένων των ταγμένων
    αιτιατική τους ταγμένους τις ταγμένες τα ταγμένα
     κλητική ταγμένοι ταγμένες ταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταγμένος < από την παθητική μετοχή του ρήματος τάζω

  Μετοχή επεξεργασία

ταγμένος, -η, -ο και ταμένος, -η, -ο

  • αυτός που αποτελεί αντικείμενο τάματος στο Θεό η σε άγιο
    Την είχαν ταγμένη στην Αγία Βαρβάρα.
  • ο αφιερωμένος σε (ιερό) σκοπό ή ιδέα
    Είναι ταγμένος αντικομφορμιστής.

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία