Ετυμολογία

επεξεργασία
τάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος τάζω

τάζομαι

  1. γίνομαι αντικείμενο υπόσχεσης
  2. αφιερώνομαι στο Θεό ή σε άγιο
  3. ορκίζομαι πίστη και αφοσίωση σε κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία