τάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος τάζω
Ρήμα
επεξεργασίατάζομαι
- γίνομαι αντικείμενο υπόσχεσης
- αφιερώνομαι στο Θεό ή σε άγιο
- ορκίζομαι πίστη και αφοσίωση σε κάτι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τάζομαι
|