Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τάξᾱς τάξᾱσ τὸ τάξᾰν
      γενική τοῦ τάξᾰντος τῆς ταξᾱ́σης τοῦ τάξᾰντος
      δοτική τῷ τάξᾰντ τῇ ταξᾱ́σ τῷ τάξᾰντ
    αιτιατική τὸν τάξᾰντ τὴν τάξᾱσᾰν τὸ τάξᾰν
     κλητική ! τάξᾱς τάξᾱσ τάξᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τάξᾰντες αἱ τάξᾱσαι τὰ τάξᾰντ
      γενική τῶν ταξᾰ́ντων τῶν ταξᾱσῶν τῶν ταξᾰ́ντων
      δοτική τοῖς τάξᾱσῐ(ν) ταῖς ταξᾱ́σαις τοῖς τάξᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς τάξᾰντᾰς τὰς ταξᾱ́σᾱς τὰ τάξᾰντ
     κλητική ! τάξᾰντες τάξᾱσαι τάξᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τάξᾰντε τὼ ταξᾱ́σ τὼ τάξᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν τάξᾰ́ντοιν τοῖν ταξᾱ́σαιν τοῖν ταξᾰ́ντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νομίσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

τάξας, τάξασα, τάξαν

  1. (για στρατό, πλοία) παραταγμένος, τοποθετημένος σε παράταξη
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 191.2
    τάξας τὴν στρατιὴν ἅπασαν ἐξ ἐμβολῆς τοῦ ποταμοῦ, τῇ ἐς τὴν πόλιν ἐσβάλλει, καὶ ὄπισθε αὖτις τῆς πόλιος τάξας ἑτέρους, τῇ ἐξίει ἐκ τῆς πόλιος ὁ ποταμός,
    Τοποθέτησε το πιο μεγάλο τμήμα του στρατού του στην είσοδο του ποταμού (εκεί που μπαίνει μέσα στην πόλη) κι άλλους πάλι στρατιώτες τους τοποθέτησε στο αντικρινό μέρος της πόλης (εκεί που ο ποταμός βγαίνει από την πόλη),
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (για φόρους ή πληρωμές χρημάτων) κάποιο συγκεκριμένο, καθορισμένο ποσό πληρωμής, που έχει επιβληθεί
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 19.1
    Ἀθηναῖοι δὲ ναῦς τε τῶν πόλεων τῷ χρόνῳ παραλαβόντες πλὴν Χίων καὶ Λεσβίων, καὶ χρήματα τοῖς πᾶσι τάξαντες φέρειν.
    Οι Αθηναίοι με τον καιρό είχαν υποχρεώσει τους συμμάχους τους, εκτός από την Λέσβο και την Χίο, να τους παραδώσουν τα καράβια τους και είχαν ορίσει για όλους ορισμένο φόρο που έπρεπε να πληρώνουν.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 258
    Ἀριστείδην δὲ τὸν τοὺς φόρους τάξαντα τοῖς Ἕλλησιν, οὗ τελευτήσαντος τὰς θυγατέρας ἐξέδωκεν ὁ δῆμος, σχετλιάζοντα ἐπὶ τῷ τῆς δικαιοσύνης προπηλακισμῷ,
    φανταστείτε τον Αριστείδη, που όρισε τους φόρους στους συμμάχους μας, του οποίου τις κόρες προίκισε μετά τον θάνατό του ο λαός, να διαμαρτύρεται για τον προπηλακισμό της δικαιοσύνης,
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  3. διατάζω, προστάζω
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 32.3
    Δημοσθένους δὲ τάξαντος διέστησαν κατὰ διακοσίους τε καὶ πλείους, ἔστι δ᾽ ᾗ ἐλάσσους, τῶν χωρίων τὰ μετεωρότατα λαβόντες,
    Σύμφωνα με τη διαταγή του Δημοσθένη ο στρατός μοιράστηκε σε τμήματα από διακόσιους, περίπου, που πήγαν και πιάσαν τα ψηλότερα σημεία του νησιού,
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

  Πηγές επεξεργασία