ταγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ταγός | οι | ταγοί |
γενική | του | ταγού | των | ταγών |
αιτιατική | τον | ταγό | τους | ταγούς |
κλητική | ταγέ | ταγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταγός < τάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταγός αρσενικό
- (ιστορία) ανώτατος πολιτικός και στρατιωτικός άρχοντας στην αρχαία Θεσσαλία
- (μεταφορικά) αυτός που ανήκει στην ηγεσία (κυρίως στην πνευματική)
- ⮡ Οι πνευματικοί μας ταγοί.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη τάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ταγός | οἱ | ταγοί |
γενική | τοῦ | ταγοῦ | τῶν | ταγῶν |
δοτική | τῷ | ταγῷ | τοῖς | ταγοῖς |
αιτιατική | τὸν | ταγόν | τοὺς | ταγούς |
κλητική ὦ! | ταγέ | ταγοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταγώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταγοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταγός αρσενικό
- αυτός που διατάζει
- αρχηγός
- κυβερνήτης
- (πολιτική) Ταγός: τίτλος του αρχηγού της θεσσαλικής ομοσπονδίας
Πηγές
επεξεργασία- ταγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.