ταγέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /taˈʝe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐γέ
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ταγέ άκλιτο
Συγγενικά επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ταγέ: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ταγέ αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- s.v. ταγιάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ταγέ αρσενικό