Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /taˈʝe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐γέ

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ταγέ < (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) taillé (μετοχή) < γαλλική tailler (κόβω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ταγέ άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ταγέ: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ταγέ αρσενικό



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ταγέ αρσενικό