Δείτε επίσης: ἀποτάσσω, αποτάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποτάσσω < αρχαία ελληνική ἀποτάσσω < ἀπό + τάσσω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.poˈta.so/

αποτάσσω (παθητική φωνή: αποτάσσομαι)

  1. αποκηρύσσω, απαρνούμαι
  2. απομακρύνω οριστικά (και ενίοτε ατιμωτικά) αξιωματικό από το στρατό, γιατί έχει διαπράξει βαρύ παράπτωμα

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία