Δείτε επίσης: ἀποτάσσω, αποτάζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

αποτάσσω (παθητική φωνή: αποτάσσομαι)

  1. αποκηρύσσω, απαρνούμαι
  2. απομακρύνω οριστικά (και ενίοτε ατιμωτικά) αξιωματικό από το στρατό, γιατί έχει διαπράξει βαρύ παράπτωμα

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία