Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απότακτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀπότακτος
,
αποταγμένος
,
αποταχθείς
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απότακτ
ος
η
απότακτ
η
το
απότακτ
ο
γενική
του
απότακτ
ου
της
απότακτ
ης
του
απότακτ
ου
αιτιατική
τον
απότακτ
ο
την
απότακτ
η
το
απότακτ
ο
κλητική
απότακτ
ε
απότακτ
η
απότακτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απότακτ
οι
οι
απότακτ
ες
τα
απότακτ
α
γενική
των
απότακτ
ων
των
απότακτ
ων
των
απότακτ
ων
αιτιατική
τους
απότακτ
ους
τις
απότακτ
ες
τα
απότακτ
α
κλητική
απότακτ
οι
απότακτ
ες
απότακτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απότακτος
<
αρχαία ελληνική
ἀπότακτος
Επίθετο
επεξεργασία
απότακτος
, -η, -ο
(
αξιωματικός
) που έχει
αποταχθεί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απότακτος
αρσενικό
απότακτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
αποτάσσω
,
από
και
τάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απότακτος
αγγλικά
:
dismissed
(en)
,
cashiered
(en)
γαλλικά
:
destitué
(fr)
,
répudié
(fr)
,
reformé
(fr)