destitué
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | destitué | destitués |
θηλυκό | destituée | destituées |
Επίθετο
επεξεργασίαdestitué (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | destitué | destitués |
θηλυκό | destituée | destituées |
destitué (fr)