Δείτε επίσης: αποσταγμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποταγμένος η αποταγμένη το αποταγμένο
      γενική του αποταγμένου της αποταγμένης του αποταγμένου
    αιτιατική τον αποταγμένο την αποταγμένη το αποταγμένο
     κλητική αποταγμένε αποταγμένη αποταγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποταγμένοι οι αποταγμένες τα αποταγμένα
      γενική των αποταγμένων των αποταγμένων των αποταγμένων
    αιτιατική τους αποταγμένους τις αποταγμένες τα αποταγμένα
     κλητική αποταγμένοι αποταγμένες αποταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποταγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου αποτάσσω

αποταγμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία