Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ἀποτάσσω < αρχαία ελληνική ὑποτάσσω (διαφορετική σημασία για το αρχαίο ἀποτάσσω). Μορφολογικά αναλύεται σε ἀπο- + τάσσω.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: αποτάζω, ποτάζω

ἀποτάσσω

  1. αποκτώ
  2. εξουσιάζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ἀποτάσσω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀποτάσσω με τάσσω > τάζω

ἀποτάσσω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ἀπό και τάσσω



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποτάσσω < ἀπο- + τάσσω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ἀποτάσσω νέα ελληνικά: αποτάσσω

ἀποτάσσω

  1. τοποθετώ χωριστά, αποχωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω
  2. προσδιορίζω, καθορίζω ειδικά

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ἀπό και τάσσω