απόταξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόταξη | οι | αποτάξεις |
γενική | της | απόταξης* | των | αποτάξεων |
αιτιατική | την | απόταξη | τις | αποτάξεις |
κλητική | απόταξη | αποτάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απόταξη < αρχαία ελληνική ἀπόταξις, μορφολογικά αναλύεται από- + τάξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόταξη θηλυκό
- η απόλυση, η οριστική απομάκρυνση από το στράτευμα, αξιωματικού ή υπαξιωματικού του στρατού λόγω παραπτώματος (σε αντίθεση με την αποστράτευση)
- ※ Η απόταξη του σερ Χένρυ ΜακΜάον [Sir Henry McMahon] επιβεβαίωσε την πίστη μου στη χαρακτηριστική μας ανειλικρίνεια. […]. Το μόνο πράγμα που μου έμενε ήταν να αρνηθώ τις ανταμοιβές για την ιδιότητα του πετυχημένου απατεώνα.
- Τ.Ε. Λώρενς, Επτά στύλοι της σοφίας, μετάφραση από τα αγγλικά: Ευαγγελία Κιζήλου (Αθήνα: Βιλιοπωλείον της Εστίας, 1991, ISBN 960-05-0118-1), σ. 27.
- ※ Η απόταξη του σερ Χένρυ ΜακΜάον [Sir Henry McMahon] επιβεβαίωσε την πίστη μου στη χαρακτηριστική μας ανειλικρίνεια. […]. Το μόνο πράγμα που μου έμενε ήταν να αρνηθώ τις ανταμοιβές για την ιδιότητα του πετυχημένου απατεώνα.
- η κατάσταση που βρίσκεται ο πρώην στρατιωτικός μετά από την απόταξη