ανειλικρίνεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανειλικρίνεια | οι | ανειλικρίνειες |
γενική | της | ανειλικρίνειας | των | ανειλικρινειών |
αιτιατική | την | ανειλικρίνεια | τις | ανειλικρίνειες |
κλητική | ανειλικρίνεια | ανειλικρίνειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανειλικρίνεια < αν- στερητικό + ειλικρίνεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανειλικρίνεια θηλυκό
- η ιδιότητα του ανειλικρινούς, η έλλειψη ειλικρίνειας
- ※ Η απόταξη του σερ Χένρυ ΜακΜάον [Sir Henry McMahon] επιβεβαίωσε την πίστη μου στη χαρακτηριστική μας ανειλικρίνεια. […]. Το μόνο πράγμα που μου έμενε ήταν να αρνηθώ τις ανταμοιβές για την ιδιότητα του πετυχημένου απατεώνα.
- Τ.Ε. Λώρενς, Επτά στύλοι της σοφίας, μετάφραση από τα αγγλικά: Ευαγγελία Κιζήλου (Αθήνα: Βιλιοπωλείον της Εστίας, 1991, ISBN 960-05-0118-1), σ. 27.
- ※ Η απόταξη του σερ Χένρυ ΜακΜάον [Sir Henry McMahon] επιβεβαίωσε την πίστη μου στη χαρακτηριστική μας ανειλικρίνεια. […]. Το μόνο πράγμα που μου έμενε ήταν να αρνηθώ τις ανταμοιβές για την ιδιότητα του πετυχημένου απατεώνα.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανειλικρίνεια