σερ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σερ < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σερ αρσενικό
- χαμηλόβαθμος τίτλος ευγενείας της Βρετανικής Κοινοπολιτείας ιππότη ή βαρονέτου
- Ο μοναρχικός σκύλος Sean Connery αποδέχθηκε τον τίτλο του σερ, όμως εγώ δεν τον αποκαλώ σκύλο που τον χαροποιεί, μα Άγγλο που τον πληγώνει.
- (προσφώνηση) ευγενική προσφώνηση λόγο σεβασμού ή ηλικίας
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
Στις συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (όλες οι νέες τιτλοφορήσεις) αφορά μη κληρονομήσιμο τίτλο. Η κληρονομησιμότητα ή μη του τίτλου ορίζεται όταν αυτός αποδίδεται.