Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστράτευση οι αποστρατεύσεις
      γενική της αποστράτευσης* των αποστρατεύσεων
    αιτιατική την αποστράτευση τις αποστρατεύσεις
     κλητική αποστράτευση αποστρατεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστρατεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποστράτευση < αποστρατεύω + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποστράτευση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία