Ετυμολογία

επεξεργασία
réforme < réformer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
réforme réformes

réforme (fr) θηλυκό

  1. η μεταρρύθμιση
  2. η απόταξη

Συγγενικά

επεξεργασία