Ετυμολογία

επεξεργασία
réformette, υποκοριστικό του réforme

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
réformette réformettes

réformette (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη réforme