αποτάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- αποτάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποτάζω (ἀποτάζω) < → δείτε τη λέξη ἀποτάσσω < αρχαία ελληνική ὑποτάσσω
Ρήμα επεξεργασία
αποτάζω, αόρ.: απόταξα (χωρίς παθητική φωνή)
- αποκτώ → δείτε τις λέξεις ποτάζω και αποτάσσω
- (ιδιωματικό) αποκτώ (αβγό) για πρώτη φορά (για κότες)
- (ιδιωματικό, αμετάβατο) παράγω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις τάζω και τάσσω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποτάζω
→ δείτε τη λέξη αποκτω |
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.poˈta.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τά‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
αποτάζω, στ.μέλλ.: θα αποτάξω, αόρ.: απόταξα, παθ.φωνή: αποτάζομαι, π.αόρ.: αποτάηκα, μτχ.π.π.: αποταμένος (ιδιωματικό)
- (ιδιωματικό, με απο- στερητικό) ανακαλώ τάξιμο ή υπόσχεση
- ↪ τάζω κι αποτάζω
- ≈ συνώνυμα: ξετάζω, με τη σημασία του ξε- (ιδιωματικό)
- (ιδιωματικό, με απο- επιτατικό) τάζω στον Θεό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανακαλώ υπόσχεση
|
αποτάζω
→ δείτε τη λέξη τάζω |
Πηγές επεξεργασία
- ἀποτάζω σελ.6021 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- ἀποτάζω Ι, ἀποτάζω ΙΙ - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
- αποτάζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε -τάζω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)