Δείτε επίσης: ἀποτάζω

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
αποτάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποτάζω (ἀποτάζω) < → δείτε τη λέξη ἀποτάσσω < αρχαία ελληνική ὑποτάσσω

αποτάζω, αόρ.: απόταξα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. αποκτώ → δείτε τις λέξεις ποτάζω και αποτάσσω
  2. (ιδιωματικό) αποκτώ (αβγό) για πρώτη φορά (για κότες)
  3. (ιδιωματικό, αμετάβατο) παράγω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις τάζω και τάσσω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
αποτάζω < απο- με στερητική ή επιτατική σημασία + τάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.poˈta.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐τά‐ζω

αποτάζω, στ.μέλλ.: θα αποτάξω, αόρ.: απόταξα, παθ.φωνή: αποτάζομαι, π.αόρ.: αποτάηκα, μτχ.π.π.: αποταμένος (ιδιωματικό)

  1. (ιδιωματικό, με απο- στερητικό) ανακαλώ τάξιμο ή υπόσχεση
    ⮡  τάζω κι αποτάζω
     συνώνυμα: ξετάζω, με τη σημασία του ξε- (ιδιωματικό)
  2. (ιδιωματικό, με απο- επιτατικό) τάζω στον Θεό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία