Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποτάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποτάζω / 'ποτάζω < ἀποτάσσω (αποκτώ - εξουσιάζω) < αρχαία ελληνική ὑποτάσσω (διαφορετική σημασία για το αρχαίο ἀποτάσσω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /poˈta.zo/
όταν προηγείται [n] όπως με το δεν: ΔΦΑ : /ˈðem‿boˈta.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐τά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

ποτάζω, στ.μέλλ.: θα ποτάξω, αόρ.: πόταξα/(απόταξα) (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις τάζω και τάσσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποτάζω / 'ποτάζω < ἀποτάσσω (αποκτώ - εξουσιάζω) < αρχαία ελληνική ὑποτάσσω (διαφορετική σημασία για το αρχαίο ἀποτάσσω)

  Ρήμα επεξεργασία

ποτάζω

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία