συνταγογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνταγογραφία < συνταγογραφώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνταγογραφία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις συνταγογραφώ, τάσσω και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνταγογραφία
|