συνταγολόγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συνταγολόγιο | τα | συνταγολόγια |
γενική | του | συνταγολόγιου & συνταγολογίου |
των | συνταγολόγιων & συνταγολογίων |
αιτιατική | το | συνταγολόγιο | τα | συνταγολόγια |
κλητική | συνταγολόγιο | συνταγολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνταγολόγιο < συνταγ(η) + -ο- + -λόγιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνταγολόγιο ουδέτερο
- (φαρμακευτική) το βιβλίο που τηρεί ο φαρμακοποιός και στο οποίο καταχωρεί τις συνταγές που εκτελεί καθημερινά
Συγγενικά επεξεργασία
- συνταγολογία
- → δείτε τις λέξεις συνταγή και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνταγολόγιο
|