Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνταγολόγιο τα συνταγολόγια
      γενική του συνταγολόγιου
συνταγολογίου
των συνταγολόγιων
συνταγολογίων
    αιτιατική το συνταγολόγιο τα συνταγολόγια
     κλητική συνταγολόγιο συνταγολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνταγολόγιο < συνταγ(η) + -ο- + -λόγιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνταγολόγιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία