Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνταγούλα οι συνταγούλες
      γενική της συνταγούλας
    αιτιατική τη συνταγούλα τις συνταγούλες
     κλητική συνταγούλα συνταγούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνταγούλα < συνταγή + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνταγούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συνταγή