Befehl
Γερμανικά (de) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Befehl | die Befehle |
γενική | des Befehls des Befehles |
der Befehle |
δοτική | dem Befehl | den Befehlen |
αιτιατική | den Befehl | die Befehle |
Befehl (de) αρσενικό