Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατακτική < θηλυκό του επιθέτου διατακτικός < διατάσσω

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διατακτική θηλυκό

  • ένα έγγραφο που δίνει το δικαίωμα στον κάτοχό του να το ανταλλάξει με αγαθά ή υπηρεσίες
    ※  Έπαιρνε απ' την υπηρεσία του διαταχτικές κι ύστερα αυτοί του τα κρατούσαν κάθε μήνα απευθείας. (Γιώργος Ιωάννου, Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διατακτική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία