εκδηλωσούλα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκδηλωσούλα | οι | εκδηλωσούλες |
γενική | της | εκδηλωσούλας | — | |
αιτιατική | την | εκδηλωσούλα | τις | εκδηλωσούλες |
κλητική | εκδηλωσούλα | εκδηλωσούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εκδηλωσούλα < εκδήλωση + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εκδηλωσούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του εκδήλωση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εκδηλωσούλα
|