zamknięty
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαzamknięty (pl) < μετοχή του παρελθόντα χρόνου του τετελεσμένου ρήματος zamknąć (pl)
Μετοχή
επεξεργασίαzamknięty (pl)
Κλίση
επεξεργασία Κλίση του επιθέτου zamknięty στα πολωνικά
zamknięty (pl) < μετοχή του παρελθόντα χρόνου του τετελεσμένου ρήματος zamknąć (pl)
zamknięty (pl)