Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σφαλιστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σφαλιστ
ός
η
σφαλιστ
ή
το
σφαλιστ
ό
γενική
του
σφαλιστ
ού
της
σφαλιστ
ής
του
σφαλιστ
ού
αιτιατική
τον
σφαλιστ
ό
τη
σφαλιστ
ή
το
σφαλιστ
ό
κλητική
σφαλιστ
έ
σφαλιστ
ή
σφαλιστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σφαλιστ
οί
οι
σφαλιστ
ές
τα
σφαλιστ
ά
γενική
των
σφαλιστ
ών
των
σφαλιστ
ών
των
σφαλιστ
ών
αιτιατική
τους
σφαλιστ
ούς
τις
σφαλιστ
ές
τα
σφαλιστ
ά
κλητική
σφαλιστ
οί
σφαλιστ
ές
σφαλιστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σφαλιστός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σφαλιστός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σφαλιστός
γαλλικά
:
fermé
(fr)
,
clos
(fr)