↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφαλιστός η σφαλιστή το σφαλιστό
      γενική του σφαλιστού της σφαλιστής του σφαλιστού
    αιτιατική τον σφαλιστό τη σφαλιστή το σφαλιστό
     κλητική σφαλιστέ σφαλιστή σφαλιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφαλιστοί οι σφαλιστές τα σφαλιστά
      γενική των σφαλιστών των σφαλιστών των σφαλιστών
    αιτιατική τους σφαλιστούς τις σφαλιστές τα σφαλιστά
     κλητική σφαλιστοί σφαλιστές σφαλιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφαλιστός < μεσαιωνική ελληνική σφαλιστός[1] [2] [3] σφαλίζω < ελληνιστική κοινή ἀσφαλίζω < αρχαία ελληνική ἀσφαλής

  Επίθετο

επεξεργασία

σφαλιστός, -ή, -ό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σφαλιστός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. σφαλιστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. σφαλιστόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)